Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Λουκάνικα

Τα κρεμούσαν ψηλά. Μη πάει ο νου σας στο κακό, μιλώ για τα λουκάνικα. Η πρώτη ανάμνηση που κουβαλώ είναι να κρέμονται απ’ το ταβάνι στο ακριανό δωμάτιο, στα αριστερά της μπαλκονόπορτας που βρίσκονταν στο τέλος της σάλας, αργότερα υπνοδωμάτιο των γονιών μου κι οψιμότερα κάτι σα τραπεζαρία, όπου στις γιορτές μ’ άρεσε να κάθομαι ανάμεσα στους μεγάλους και ν’ ακούω τις ιστορίες και τα γέλια τους. Δε θυμάμαι το παραμικρό απ’ όσα λέγονταν, θυμάμαι όμως πόσο μου άρεσε να βρίσκομαι εκεί, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, Χρήστος ο πατέρας μου και γιόρταζε. Η πρώτη αυτή ανάμνηση πιθανόν δεν είναι ακριβής αλλά μάλλον μια σύνθετη εικόνα, όπως αυτές που τόσες φορές πλάθει το μυαλό μας κρατώντας κάτι από δω και κάτι από κει για να μυθολογήσει τη ζωή μας και να την αφηγηθεί. Ήταν αποθήκη για τα σιτάρια όταν μπήκα στο σπίτι μου είπε η μάνα μου μια μέρα που τη ρώτησα, έπειτα την ταβανιάσαμε και την κάναμε κρεβατοκάμαρα συμπλήρωσε, αρκετά αβέβαιη ωστόσο για την ακρίβεια της πληροφορίας της, μα κοιμόμουν στο σιδερένιο κρεβάτι τα μεσημέρια τη βοήθησα να σιγουρευτεί, αργότερα όταν μπήκε κι ο θείος σου ο Κώστας στο Πανεπιστήμιο κάναμε την πρώτη μας κρεβατοκάμαρα το άλλο δωμάτιο είπε με σιγουριά, εκείνο που είχε την αυτοσχέδια βιβλιοθήκη του άλλου θείου του Θανάση της είπα, πρώτος της φιλολογίας στο σπίτι, όπου τακτικά πασπάτευα τα βιβλία του που είχαν απομείνει εκεί και έμενα εκστατικός μπροστά σ’ ένα απ’ τους τόμους της Ήλιος, που θαρρώ πως είχε πάνω από χίλιες σελίδες κι ένα συρτάρι που είχε μέσα φυσίγγια από ένα από χρόνια ανύπαρκτο πια κυνηγητικό όπλο του παππού μου του Τάσου. Τέλος πάντων πραγματική ή όχι η ανάμνηση λίγη σημασία έχει μπροστά στο ότι χωρίς καμιά αμφιβολία κρέμονταν απ’ το ταβάνι ή έστω αρκετά πάνω από το πάτωμα έτσι που να είναι ασφαλή από γάτες και ποντίκια, που διατηρούσαν ακόμη ακέραια τα δικαιώματά τους στους χώρους και στα τρόφιμα του σπιτιού. Πρέπει να τα ραντίσει ο Παπάς πρώτα έλεγε η γιαγιά και η μάνα μου κάθε φορά που ζητούσαμε να φάμε, τα κατούρησαν οι καλικάντζαροι συμπλήρωνε και φυσικά κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξη των καλικάντζαρων και την βρωμερή τους συνήθεια να κατουρούν στα λουκάνικα μας. Οι μέρες των γιορτών ήταν οι δικές τους μέρες και κανείς δεν μπορούσε να τα κρατήσει μακριά από το σπίτι και τα λουκάνικα. Κρέμονταν λοιπόν εκεί, σαν αθλητές που αιωρούνται από το μονόζυγο και περίμεναν την αγιαστούρα του παπά κάνοντας τα σάλια μας να τρέχουν και τη φαντασία μας να κατατροπώνει με χίλιους τρόπους τα μικρά μαύρα διαβολάκια με τα κέρατα και τις ουρές που μας χαλούσαν τη γιορτή. Κρέμονταν εκεί σχεδόν δεκαπέντε μέρες, από τη δεύτερη των Χριστουγέννων, όταν σφάζαμε τα γουρούνια. Ναι την δεύτερη μέρα τα σφάζαμε γιατί πριν τα Χριστούγεννα ήταν νηστεία και δεν μπορούσαμε να φάνε. Γινόταν ένας μικρός χαλασμός στο χωριό, αφού οι περισσότερες αυλές είχαν ένα γουρούνι τουλάχιστον, προορισμένο να εγκαταλείψει τη ζωή τη μια μέρα μετά τη γέννηση του Χριστού. Ευτυχώς ή δυστυχώς η μνήμη μου δεν κράτησε εικόνες από τη σφαγή αλλά από τη συνέχεια και κυρίως την αλαφιασμένη μάνα μου που έτρεχε δεξιά αριστερά για να προλάβει να πλύνει και να βράσει τα έντερα μέσα στο μεγάλο μπρούτζινο καζάνι, σ’ εκείνο που ήταν πάντα στο υπόστεγο στηριγμένο σε δυο τούβλα, έτοιμο να βράσει το νερό που χρειάζονταν για τη μπουγάδα των ρούχων και το δικό μας μπάνιο, καλά μπάνιο μη φανταστείτε τίποτα τρομερό, αλλά σίγουρα αρκετά οδυνηρό για μένα, αφού πάντα για να πεισθώ να σκύψω το κεφάλι μου πάνω απ’ τη λεκάνη, έπρεπε πρώτα να φάω αρκετό ξύλο, να ξύσει τα πορτοκάλια και μαζί με το κόκκινο και το μαύρο πιπέρι, τη ρίγανη, το αλάτι, τα ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμυδάκια τη λίγη κανέλα που μάλλον έβαζε η μάνα μου γιατί τη βάζει παντού και το μαύρο κρασί, να τα ζυμώσει με το ψιλοκομμένο κρέας του γουρουνιού κι έπειτα να τηγανίσει κεφτεδάκια από το μίγμα για να δοκιμασει τη γεύση του, τα κεφτεδάκια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ ήταν υπέροχα υπέροχα, και να τηγανίσει και τα συκωτάκια που ήταν το κύριο φαγητό της μέρας εκείνης και μετά να γεμίσει με τη χειροκίνητη μηχανή τα έντερα, να τα τρυπήσει με μια βελόνα για να φεύγει ο αέρας και μετά κρέμασμα ψηλά για ν’ αρχίσει το μαρτύριο της αναμονής των Φώτων και του Παπά, που θα τα καθάριζε από το κατούρημα των καλικάντζαρων, στην πραγματικότητα φυσικά για να στεγνώσουν και να μπορούν να φαγωθούν, και θα μπορούσαμε να τα δούμε επιτέλους μικρά κομμάτια πάνω στη μασιά να ψήνονται στα κάρβουνα της ξυλόσομπας που έκαιγε πάντα στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς ή στην άλλη που ζέσταινε το παντοπωλείο στο ισόγειο του σπιτιού. Κι ήταν ένα θαύμα η γεύση τους, θαύμα που αργότερα μας έκανε περήφανους που έρχονταν καραβάνια από τη Σαλονίκη οι άνθρωποι για ν’ αγοράσουν απο τα κρεοπωλεία λουκάνικα, τα έτσι κι αλλιώς πολύ κατώτερα από τα σπιτικά, μέχρι που η υπερβολή ευτυχώς υπέσκαψε το μύθο και άφησε τα λουκάνικα να αιωρούνται στη μνήμη μου σαν ακριβά στολίδια μιας ξεχωριστής γιορτής και να ανακαλούν τη νοσταλγία ενός κόσμου που χάθηκε οριστικά και μιας παιδικής ηλικίας που πέρασε ανεπίστρεπτα.